κοσμοπλόκος

κοσμοπλόκος
κοσμο-πλόκος, ον,
A holding together the world, of Apollo, AP9.525.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπλόκος — κοσμοπλόκος, ον (Α) αυτός που διευθύνει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπλόκον — κοσμοπλόκος holding together the world masc/fem acc sg κοσμοπλόκος holding together the world neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”